Ευκαιρία επανεκκίνησης των ευρω-αμερικανικών σχέσεων η προεδρία Μπάιντεν

του ανταποκριτή της ΕΡΤ στις Βρυξέλλες, Γιώργου Συριόπουλου

Για την Ευρώπη αυτή η αλλαγή ήταν έντονα ζητούμενη, πολύ πριν από τις αμερικανικές εκλογές, καθώς «η επικοινωνία της κυβέρνησης Τραμπ με τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν πολύ περιορισμένη για πολλούς μήνες και η συνεργασία πολύ δύσκολη». Και όπως, αποκάλυψε πρόσφατα ο Σαρλ Μισέλ, ο διάλογος με τη διοίκηση Τραμπ έδινε την εντύπωση πως οι κόκκινες γραμμές υπερκάλυπταν διαρκώς η μία την άλλη.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο σημαντικότερος εξαγωγικός εταίρος των Ηνωμένων Πολιτειών και αντιστρόφως. Η αξία των συναλλαγών το 2019 έφτασε τα 616 δισεκατομμύρια ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 30% του παγκόσμιου εμπορίου.

Μετά τις σοκαριστικές εικόνες από το Καπιτώλιο, στην Ευρώπη πολλοί αναλυτές παρατήρησαν ότι αν το θεσμικό οικοδόμημα της αμερικανικής ομοσπονδίας εκφυλιστεί, θα χαθεί ένα ουσιαστικό πρότυπο και για τους ισχυρούς υποστηρικτές του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού. Και για πρώτη φορά έγιναν τόσες πολλές αναφορές στην ανάγκη επανασυγκόλλησης του κοινωνικού ψηφιδωτού στις Ηνωμένες Πολιτείες και εμπέδωσης των δημοκρατικών θεσμών στη συνείδηση κάθε πολίτη.

Πρακτικά, μια καλή επανεκκίνηση των ευρω-αμερικανικών σχέσεων θα είναι η αναγνώριση ενός προβλέψιμου και συνεννοήσιμου εταίρου. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ είχε καταλήξει ως απρόβλεπτος παράγοντας, είχε προκαλέσει βραχυκύκλωμα σε όλο το φάσμα των διατλαντικών σχέσεων.

Το είδαμε με το ΝΑΤΟ και την αμφισβήτηση της οικονομικής στήριξής του. Το είδαμε με την πανδημία και την επιθετική στάση έναντι του Π.Ο.Υ., που έφτασε μέχρι σημείου διακοπής της αμερικανικής χρηματοδότησης. Το είδαμε με τη στάση του έναντι συστημικών αντιπάλων όπως η Ρωσία. Περιορισμένη η πίεση στη Ρωσία επί Τραμπ, αναμενόμενη σκληρότερη στάση από τον Μπάιντεν που μάλλον υποστηρίζει τον Αλεξέι Ναβάλνι.

Ο κοινός δρόμος που επιζητά η Ευρώπη με τη διοίκηση Μπάιντεν έχει να κάνει με τη διαμόρφωση μιας αμοιβαίου οφέλους εμπορικής συμφωνίας. Και ουσιαστικά με την κατάργηση εξοντωτικών δασμών εισαγωγής σε ευρωπαϊκά προϊόντα, που έχουν επιφέρει αντίστοιχα αντίμετρα.

Έχει να κάνει με την αποδοχή ως κοινού οράματος των πολιτικών για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δύσκολο σημείο, αλλά όχι ανέφικτο. Αλλά επίτευξη του κλιματικού στόχου χωρίς συμμετοχή των ρυπογόνων χωρών δεν νοείται.

Έχει να κάνει με τη διαμόρφωση ανθεκτικών ενεργειακών συμφωνιών.

Έχει να κάνει με την αναζωογόνηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μπλοκάρει το εφετειακό όργανο και δεν υπάρχει δυνατότητα επίλυσης διεθνών εμπορικών διαφορών.

Έχει να κάνει με τον συντονισμό στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Από τη διανομή των εμβολίων μέχρι τις ταξιδιωτικές οδηγίες.

Έχει να κάνει με το ρόλο του ΝΑΤΟ στο νέο πλαίσιο συνεργασίας του Οργανισμού με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας.

Έχει να κάνει με τη συνεργασία για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Και φυσικά με την επεκτατική πολιτική της Κίνας στην παραγωγή, στις διεθνείς επενδύσεις αλλά και στην ψηφιακή τεχνολογία.

Η Ευρώπη γνωρίζει καλά πως η επιστροφή σε μια αναπτυξιακή πορεία δεν μπορεί να έχει μακροβιότητα χωρίς τη συμπόρευση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και κυρίως απεύχεται η διατλαντική σχέση να μπει σε μια άλλη τροχιά ανταγωνισμών – έστω και αν αυτή τη φορά οι τρόποι είναι ευγενέστεροι.

Η μεγάλη πλειοψηφία των Ευρωπαίων ηγετών νιώθει σήμερα ανακούφιση για την ανάληψη της Προεδρίας από τον Τζο Μπάιντεν, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, έναντι του ερωτήματος «πώς θα διαμορφωθεί ο νέος κόσμος μετά την πανδημία»;

Ωστόσο, κανείς δεν είναι αφελής να πιστέψει πως η νέα αμερικανική πολιτική σκηνή θα πάψει να υπερασπίζεται σθεναρά τα εθνικά της συμφέροντα. Η Ευρώπη απεύχεται έναν νέο απρόβλεπτο σύμμαχο και γνωρίζει καλά πως η Αμερική χρειάζεται μια Ευρώπη ικανή και πρόθυμη να ενεργήσει μόνη της, ακόμη και αν τα συμφέροντά της μπορεί μερικές φορές να συγκρούονται με εκείνα των ΗΠΑ.