Γίνεται πιο προοδευτικό το ΔΝΤ;

Για δεκαετίες το ΔΝΤ (όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα) ήταν συνώνυμο με την επιθετική εφαρμογή πολιτικών που συνήθως τις χαρακτηρίζουμε ως «νεοφιλελεύθερες». Τα περίφημα «προγράμματα δομικής προσαρμογής» που εφάρμοζε σε χώρες υπερχρεωμένες είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Σε αντάλλαγμα για την χορήγηση δανείων και τη βοήθεια στην διαγραφή ενός μέρους του χρέους μιας χώρας, οι κυβερνήσεις υποχρεώνονταν να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας, περικοπής κοινωνικών δαπανών, εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων και ριζικής μείωσης της δύναμης των συνδικάτων.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατηγόρησαν το ΔΝΤ ότι ουσιαστικά εφάρμοζε ένα είδος «θεραπείας του σοκ» στις οικονομίες των χωρών αυτών, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μέρος της εμπειρίας και της λογικής των «προγραμμάτων δομικής προσαρμογής» εφαρμόστηκε και στα ελληνικά Μνημόνια στα οποία συμμετείχε και το ΔΝΤ, έστω και εάν ύστερα από ευρωπαϊκές πιέσεις δεν εφαρμόστηκε εξ αρχής μια γενναία μείωση του χρέους.

Επιπλέον, τόσο το ΔΝΤ, όπως και άλλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, ούτως ή άλλως έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην μετατόπιση ως προς την οικονομική πολιτική που ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1980. Αυτή η μετατόπιση περιλάμβανε την αντίληψη ότι πρέπει το κράτος να υποχωρήσει για να αφήσει μεγαλύτερο περιθώριο στις δυνάμεις της αγοράς, να δοθεί μεγαλύτερο περιθώριο σε ιδιωτικούς παρόχους υπηρεσιών, οι χρήστες υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης να συνεισφέρουν και οι ίδιοι από την τσέπη τους, να περιοριστούν οι άμεσες κρατικές παρεμβάσεις και χρηματικές ενισχύσεις.

Η παλαιότερη «συναίνεση της Ουάσιγκτον»

Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο οικονομολόγος Τζον Γουίλιαμσον περιέγραψε αυτό το μοντέλο οικονομικής σκέψης ως τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», με αφορμή το γεγονός ότι τόσο το ΔΝΤ όσο και η Παγκόσμια Τράπεζα έχουν την έδρα τους στην αμερικανική πρωτεύουσα.

Οι βασικές αρχές αφορούσαν τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ανακατεύθυνση της δημόσιας δαπάνης και την αποφυγή επιδοτήσεων, τη φορολογική μεταρρύθμιση και τη μείωση των ανώτερων φορολογικών κλιμάκων, τον καθορισμό επιτοκίων με όρους αγοράς, τις ανταγωνιστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες, την απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου, την απελευθέρωση των ξένων άμεσων επενδύσεων, την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων, την απορρύθμιση των αγορών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας, τη νομική οχύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.

Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να είναι το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και μετά τη συγκρότησή του και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου από τους βασικούς στόχους του «κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης» αλλά όσων υποστήριζαν ότι το βασικό πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής είναι η νεοφιλελεύθερη στροφή των περισσότερων κυβερνήσεων.

Διαμορφώνεται μια νέα «συναίνεση της Ουάσιγκτον»;

Σε αυτό το πλαίσιο έχει ενδιαφέρον ότι ορισμένοι αναλυτές, όπως ο Μάρτιν Σάντμπου στους Financial Times υποστηρίζουν ότι σταδιακά αναδύεται μια «νέα συναίνεση της Ουάσιγκτον». Αυτό το στηρίζουν στα σημάδια μιας πιο βαθιάς μεταστροφής που παρατηρούν στην συμπεριφορά των διεθνών οικονομικών οργανισμών.

Ενδεικτικό είναι από αυτή την άποψη το γεγονός ότι στις ανοιξιάτικες εκτιμήσεις του το ΔΝΤ χαιρετίζει τις αποφάσεις των κυβερνήσεων να προχωρήσουν σε μεγάλες δημόσιες δαπάνες για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ αποδέχεται ακόμη και την αύξηση της φορολογίας για τα υψηλά εισοδήματα και όσους μέσα στην περίοδο της πανδημίας είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται, ως ένδειξη αλληλεγγύης σε αυτούς που χτυπήθηκαν από την κρίση, μια τοποθέτηση σαφώς σε απόκλιση ως προς τη μέχρι τώρα «ορθοδοξία» του Ταμείου. Βεβαίως, επισημαίνουν ότι η αύξηση των ανώτερων φορολογικών συντελεστών πρέπει να είναι προσωρινή, όμως δεν παύει να είναι μια τοποθέτηση διαφορετική από προηγούμενες.

Επιπλέον, έχει μεγάλο ενδιαφέρον το πώς το ΔΝΤ πλέον αντιμετωπίζει τη μεγάλη κρατική δαπάνη. Για παράδειγμα έχει χαιρετίσει τις μεγάλες δημόσιες δαπάνες για τη δημόσια υγεία και για τους μαζικούς εμβολιασμούς, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι τέτοιες δαπάνες τελικά αποδίδουν. Στην τελευταία έκδοση του Fiscal Monitor το ΔΝΤ όχι μόνο χαιρετίζει τα περίπου 16 τρισεκατομμύρια δολάρια σε δημοσιονομικά μέτρα που πήραν οι κυβερνήσεις αλλά υποστηρίζει ότι εάν με αυξημένες δαπάνες μπορέσει να υπάρξει ταχύτερη έξοδος από την πανδημία μέσα από γρήγορο μαζικό εμβολιασμό τότε οι αναπτυγμένες χώρες θα βρεθούν μέχρι το 2025 να έχουν ένα τρισεκατομμύρια δολάρια σε επιπλέον φορολογικά έσοδα, αλλά και να γλιτώσουν αρκετά τρισεκατομμύρια για προγράμματα στήριξης που θα αναγκαστούν να συνεχίσουν όσο παρατείνεται η πανδημία.

Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζει το ΔΝΤ τα ζητήματα που αφορούν τους αυξημένες ανισότητες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που κινδυνεύουν να προκληθούν από τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία στη δυνατότητα των μαθητών να παρακολουθούν το σχολείο. Σε αυτό το πλαίσιο το ΔΝΤ πλέον προτείνει να γίνονται σημαντικές δημόσιες επενδύσεις στην εκπαίδευση, την υγεία και την φροντίδα των παιδιών, θεωρώντας τις αναγκαίες αναδιανεμητικές πολιτικής.

Η μεταστροφή του ΔΝΤ αποτυπώνεται και στον τρόπο που οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ πλέον αποδέχονται και μία έννοια που παραδοσιακά θεωρείτο αντίθετη στην προηγούμενη «συναίνεση της Ουάσιγκτον»: την προοδευτική φορολογία. Αντιθέτως, τώρα η αντίληψη ότι πρέπει η κλίμακα της φορολόγησης να ακολουθεί την κλίμακα του εισοδήματος αντιμετωπίζεται πολύ θετικά, στο φόντο και της εμπειρίας της πανδημίας.

Πάντως έχει σημασία ότι αυτές οι μετατοπίσεις δείχνουν να ακολουθούν και τις αντίστοιχες μετατοπίσεις επιδιώκει να φέρει στην οικονομική πολιτική ο Τζο Μπάιντεν. Το γεγονός ότι έχει ήδη περάσει από το Κογκρέσα πολύ μεγάλα πακέτα τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας, ότι μεθοδεύει ένα νέο μεγάλο πακέτο για την ενίσχυση των υποδομών, ότι υποστηρίζει την αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου και τις καμπάνιες εγγραφής μελών σε συνδικάτων και πάνω από όλα ότι θέλει όχι μόνο να υπάρξει αύξηση της φορολογίας των εταιρικών κερδών αλλά και διεθνής συμφωνία για να φορολογούνται οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, παραπέμπουν σαφώς σε μια σημαντική μετατόπιση ως προς την οικονομική πολιτική.

Απέχουμε από την εγκατάλειψη του «φονταμενταλισμού της αγοράς»

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να εκτιμήσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια συνολική «αλλαγή παραδείγματος» ως προς τον τρόπο που σκέφτεται το ΔΝΤ. Αυτό που έχει περιγραφεί ως ένας «φονταμενταλισμός της αγοράς» παραμένει ακόμη η κυρίαρχη αφήγηση και το υπόβαθρο με το οποίο στοχάζεται ακόμη το Ταμείο.

Αυτό αποτυπώνεται στο πώς το Ταμείο εξακολουθεί να θεωρεί σημαντική τη δημοσιονομική πειθαρχία αλλά την κυρίως την ιδιωτική επένδυση ως τη βάση για οποιαδήποτε αναπτυξιακή στρατηγική. Αποτυπώνεται ακόμη και στο γεγονός ότι τα μέτρα που τώρα χαιρετίζει, όπως είναι οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες, δεν τα αντιμετωπίζει τόσο ως στρατηγικά εργαλεία αλλά περισσότερο ως αναγκαστικά μέτρα μέσα σε μια έκτακτη συγκυρία και μέχρι να επιστρέψουμε στην κανονικότητα που θα επιτρέψει να αναλάβουν δράση οι δυνάμεις της αγοράς.