Καρλ Πολάνυι: ο καπιταλισμός και ο «φασιστικός ιός»

Μια σημαντική έκδοση, που μόλις κυκλοφόρησε, μας επιτρέπει να στοχαστούμε τη σχέση, πιο σωστά την ενδεχόμενη ασυμβατότητα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, σε πείσμα μιας κυρίαρχης αντίληψης ότι είναι ακριβώς ο καπιταλισμός που εγγυάται τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αναφέρομαι στη συλλογή κειμένων του Καρλ Πολάνυι με τίτλο «Ο φασιστικός ιός. Κείμενα της περιόδου 1923-1960», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Τόπος σε εξαιρετική μετάφραση, εισαγωγή και επιμέλεια της επίκουρης καθηγήτριας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Μαρίας Μαρκαντωνάτου. Ο Πολάνυι δεν είναι τόσο γνωστός ως θεωρητικός του φασισμού, κυρίως γιατί τα σχετικά κείμενα του παρέμειναν σκόρπια και επισκιάστηκαν από τα μεγάλα του έργα όπως ο «Μεγάλος Μετασχηματισμός» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νησίδες). Ωστόσο, έγραψε εκτεταμένα για αυτό.

Η ασυμβατότητα καπιταλισμού και δημοκρατίας

Η βασική θέση του Πολάνυι έχει να κάνει με τον τρόπο που ο φασισμός αναδεικνύει μια συνολικότερη ασυμβατότητα ανάμεσα στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία. Για τον Πολύνυι η κυριαρχία της αγοράς, που σχετίζεται με την άνοδο του καπιταλισμού ως κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, και κυρίως η αντίληψη ότι υπάρχει και μια αγορά εργασίας συνεπάγεται τη διάλυση προηγούμενων αντιλήψεων περί δικαιοσύνης και δίκαιης τιμής και έναν εξαναγκασμό ουσιαστικά του εργάτη να αποδεχτεί οποιαδήποτε συνθήκη και να θεωρήσει φυσική την κοινωνική ανισότητα. Αυτή η αντίληψη της οικονομίας και των οικονομικών νόμων είναι για τον Πολάνυι ουσιωδώς ανταγωνιστική προς τη δημοκρατία και εξηγεί τη βαθύτερη εχθρότητα προς τη δημοκρατία των απολογητών του καπιταλισμού. Σε αυτή τη βάση μπορεί ο Πολάνυι να υποστηρίξει ότι «ο φασισμός είναι απλώς το πιο πρόσφατο και το πιο μολυσματικό ξέσπασμα του αντιδημοκρατικού ιού που υπήρχε στον βιομηχανικό καπιταλισμό ήδη από τη γέννησή του». Ταυτόχρονα, αναδεικνύει τον τρόπο που αυτό συνδυάζεται με την προσπάθεια για τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωτικού κράτους με κορπορατιστικά χαρακτηριστικά. Όλα αυτά συνδυάζονται με διεισδυτικές αναλύσεις για την ανάδυση αυτών των φαινομένων, τις ιδιαίτερες συγκυρίες μέσα στις οποίες λαμβάνουν χώρα αλλά και τη διαρκή υπεράσπιση ενός δημοκρατικού και ανθρωπιστικού σοσιαλισμού.

Οι αναλύσεις του Πολάνυι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και παρά επιμέρους αδυναμίες τους (π.χ. την αρχική υποτίμηση της κεντρικότητας του αντισημιτισμού στο ναζιστικό εγχείρημα) κατορθώνουν να υπογραμμίσουν την κρίσιμη συνέχεια ανάμεσα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και την εμφάνιση του φασισμού, εντοπίζοντας το κρίσιμο σημείο που είναι η καταστατική εκδίωξη της  δημοκρατίας από το πεδίο της οικονομίας.

Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εξηγούν γιατί η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν αποτέλεσε μόνο μια αντιδραστική και αυταρχική απάντηση σε μια βαθιά ηγεμονική κρίση, αλλά και μια στρατηγική που μπόρεσε να έχει την ευρεία αποδοχή των κυρίαρχων οικονομικών στρωμάτων, κάτι που σημαίνει ότι δεν μπορούμε εύκολα να μιλάμε για μια «εξαίρεση» από κάποιον υποτιθέμενο κανόνα που θέλει την καπιταλιστική ανάπτυξη να συμβαδίζει με τη φιλελεύθερη δημοκρατία (κάτι που άλλωστε διαψεύδει ακόμη και μια ματιά στον σημερινό χάρτη των βασικών κέντρων οικονομικής ανάπτυξης). Κυρίως, όμως, υπογραμμίζουν τη διαρκή ένταση ανάμεσα σε δημοκρατία και αγορά.

Το κλασικό αφήγημα που από την νεωτερική πολιτική φιλοσοφία μέχρι τον σύγχρονο φιλελευθερισμό διαβάζει στην απελευθέρωση της οικονομικής δραστηριότητας και το επιχειρείν την πολιτική οντολογία της σύγχρονης δημοκρατίας, μπορεί να πατάει πάνω στην εμφάνιση δύο παράλληλων ιστορικών τάσεων, αλλά παραπλανά ως προς την προσπάθεια μιας μονοδιάστατης αιτιώδους σύνδεσης. Και αυτό γιατί η όποια αναγνώριση της σημασίας της δημοκρατικής δυναμικής ιδίως απέναντι στα πλείστα εμπόδια των φεουδαλικών σχέσεων, σταματούσε όταν έφτανε στην πόρτα του εργοστασίου, κάτι που θα υπογραμμίζει πάντα η ψήφιση του νόμου Λε Σαπελιέ για την απαγόρευση των απεργιών εν μέσω της Γαλλικής Επανάστασης.

Το στοιχείο αυτό αποκτά μια ιδιαίτερη επικαιρότητα στις μέρες μας. Όχι μόνο γιατί όπως ήδη ανάφερα η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να συμβαδίζει με αυταρχικά αντιδημοκρατικά καθεστώτα, αλλά και γιατί υπογραμμίζει τον τρόπο που η αγορά στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί ως μηχανισμός αυτοφυούς εξορθολογισμού (αναλογιστείτε π.χ. εν μέσω καταστροφικής κλιματικής αλλαγής την επιλογή ενεργειακών λύσεων απλώς και μόνο με όρους συμφέρουσας τιμής) και εμπεριέχει ένα στοιχείο διαρκούς εξαναγκασμού, μια συστημική βία που όχι μόνο δεν διαμορφώνει δυνατότητες βέλτιστης κατανομής πόρων αλλά αποτρέπει οποιοδήποτε οικονομικό λογισμό που να συμπεριλαμβάνει παραμέτρους όπως η δικαιοσύνη και η ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών. Ή για να το πω διαφορετικά το τίμημα του όποιου δυναμισμού ή της όποιας εμφάνισης καινοτομιών (όταν επιβιώνουν μιας βάναυσης «φυσικής επιλογής» με όρους κυρίως κόστους και λιγότερο οφέλους) είναι η ακύρωση της δυνατότητας του κοινωνικού και πολιτικού αυτοκαθορισμού που υποτίθεται ότι είναι ο χειραφετητικός πυρήνας της νεωτερικότητας.

Σοσιαλισμός και δημοκρατία

Για τον Πολάνυι «ενώ στον σοσιαλισμό η ενότητα της κοινωνίας αποκαθίσταται μέσω της επέκτασης της πολιτικής δημοκρατίας στην οικονομική σφαίρα, ο φασισμός ανέλαβε το διαμετρικά αντίθετο εγχείρημα, δηλαδή να ενώσει την κοινωνία κάνοντας αφέντη του κράτους τη μη δημοκρατική βιομηχανία». Παρατήρηση ιδιαίτερα σημαντικά αφού υπογραμμίζει ότι μια σοσιαλιστική προοπτική δεν σημαίνει απλώς αλλαγή οικονομικών σχέσεων, αλλά πολύ περισσότερο έναν συμμετοχικό ριζικό εκδημοκρατισμό της οικονομίας, έξω και πέρα από κάθε λογική «νόμων της αγοράς».