Νέα Ζηλανδία: Δραπέτης νοίκιασε ελικόπτερο για να… παραδοθεί στην αστυνομία

Ο Τζέιμς Μάθιου Μπράιαντ, ένας 32χρονος που διέφευγε των αρχών της Νέας Ζηλανδίας, πέρασε οκτώ μέρες σε μια ιδιωτική έκταση για κυνήγι στο απομακρυσμένο Γραφικό Καταφύγιο της Γουαϊανακάρουα, απολαμβάνοντας τη φύση.

Από τον Απρίλιο, ο Μπράιαντ κρυβόταν, καθώς κατηγορούνταν για την κατοχή μαχαιριού, για τρία περιστατικά βλαβερών ψηφιακών επικοινωνιών, αλλά και επειδή δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο.

Και έδωσε τέλος σε αυτή την κατάσταση με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, ενοικιάζοντας… ελικόπτερο για να παραδοθεί στην αστυνομία – και καταφέρνοντας φυσικά να γίνει το θέμα της εβδομάδας για τα ΜΜΕ της νησιωτικής χώρας.

Ο Μπράιαντ ήταν φυγάς επί τρεις εβδομάδες περίπου, πριν δει το πρόσωπό του σε μια βραδινή εκπομπή που παρουσιάζει πραγματικά εγκλήματα, το «Police Ten 7».

Με κάποιο τρόπο, έμαθε ότι ένας πληροφοριοδότης είχε αποκαλύψει την τοποθεσία του στην αστυνομία, και ότι η εκπομπή τον είχε περιγράψει ως επικίνδυνο.

Έτσι περπάτησε επί δυο ολόκληρες ημέρες, μέχρι να φτάσει στο κατάλυμα του καταφυγίου, και πέρασε τον χρόνο του κάνοντας γιόγκα – όπως αποκάλυψε αργότερα στους δημοσιογράφους – και σκεπτόμενος τις επόμενες κινήσεις του.

Φοβήθηκε την αναμέτρηση με την αστυνομία και σκέφτηκε ότι η σύλληψή του θα είχε αρνητικές συνέπειες για την κόρη του, όπως είπε, κι έτσι πήρε τηλέφωνο τον Άρθουρ Τέιλορ, έναν πρώην… επιτυχημένο εγκληματία και υπερασπιστή των δικαιωμάτων των κρατουμένων, γνωστό στις αρχές της Νέας Ζηλανδίας.

Κάποτε, ο Μπράιαντ τον είχε βοηθήσει να φτιάξει μια ιστοσελίδα.

Τα τοπικά ΜΜΕ ανέφεραν ότι τα φερόμενα ως εγκλήματα του Μπράιαντ περιλαμβάνουν έναν βίαιο καβγά με τους συγκατοίκους του, που κατέληξε με μαχαιριές στο πρόσωπο του ενός. Ο Μπράιαντ θα μπορούσε να τιμωρηθεί ακόμη και με πέντε χρόνια κάθειρξη, σε περίπτωση που καταδικαστεί.

Ο Τέιλορ δήλωσε την Παρασκευή ότι επιθυμούσε το δίκαιο για τα θύματα του Μπράιαντ που, όπως είπε, «είχαν τρομοκρατηθεί» και είχαν περάσει μια βδομάδα μακριά από το σπίτι τους μετά το περιστατικό.

Ο Τέιλορ υποστηρίζει ότι είπε στον φυγά: «Άκου φίλε, η καλύτερη συμβουλή που έχω να σου δώσω είναι να παραδοθείς. Μπορεί να μπεις στη φυλακή για πέντε χρόνια, αλλά δεν θα τελειώσει η ζωή σου».

Στη συνέχεια, όπως εξήγησε «με ξαναπήρε τηλέφωνο και μου είπε “Άρθουρ, μίσθωσα ένα γαμ*μένο ελικόπτερο”».

Σε μια σκηνή που θύμισε ταινία δράσης, το ελικόπτερο πράγματι παρέλαβε τον Μπράιαντ από το δάσος την Πέμπτη.

«Έκαναν κύκλους από πάνω του και εκείνος ήρθε τρέχοντας μέσα από τους θάμνους», δήλωσε ο Τέιλορ. «Το ελικόπτερο προσγειώθηκε, πήρε τον Τζέιμς και τον έφερε πίσω».

Οι ιδιοκτήτες του καταφυγίου δεν είχαν ιδέα ότι υπέθαλπαν έναν δραπέτη.

Το ελικόπτερο άφησε τον Μπράιαντ κι εκείνος πήγε στο σπίτι του Τέιλορ. Εκεί, σύμφωνα με τον Τέιλορ, ο δραπέτης – που είναι προφανές ότι αγαπά την… ωραία ζωή – έφαγε περίπου 30 στρείδια, ήπιε ένα μπουκάλι σαμπάνια Moët & Chandon και λίγο από το κονιάκ του Τέιλορ και στη συνέχεια παραδόθηκε στις αρχές.

Το τελευταίο γεύμα του Μπράιαντ πριν τη φυλακή (Times της Νέας Υόρκης)

Ο Τέιλορ υποστηρίζει ότι δεν τον πείραξε:

«Έχοντας περάσει αρκετό καιρό σε αυτή τη φυλακή, ξέρω πόσο χάλια είναι το φαγητό, οπότε έδειξα μεγάλη κατανόηση, ας πούμε, για την επιθυμία του να φάει ένα τελευταίο αξιοπρεπές γεύμα».

Αν ο Μπράιαντ δεν είχε αποφασίσει να μισθώσει ελικόπτερο, και η αστυνομία είχε αναγκαστεί να διανύσει με τα πόδια απόσταση δύο ημερών για να τον συλλάβει, τα πράγματα θα είχαν πιο άσχημη κατάληξη, πρόσθεσε ο Τέιλορ.

«Η αστυνομία θα ήταν πολύ θυμωμένοι», υποστήριξε. «Αν είχαν περπατήσει τόσο πολύ, θα ήταν οπλισμένοι μέχρι τα αυτιά, θα μπορούσε να συμβεί οτιδήποτε. Θα ήταν μια εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση».

Μιλώντας σε δημοσιογράφους έξω από το Κεντρικό Αστυνομικό Τμήμα του Ντούντιν την Πέμπτη και φορώντας μια μπλε χειρουργική μάσκα, ένα μπλουζάκι μάρκας Gucci και γυαλιά ηλίου μάρκας Versace, ο Μπράιαντ μίλησε με νοσταλγία για τις μέρες που πέρασε «στη μέση του πουθενά».

«Ήταν υπέροχα», είπε. «Έκανα πολλή γιόγκα».

Έπειτα, μπήκε μέσα στο τμήμα και παραδόθηκε.

Με πληροφορίες από τους Times της Νέας Υόρκης