ΗΠΑ: Γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι δεν θέλουν μαθήματα για τον ρατσισμό στην αμερικανική εκπαίδευση

Νέο μέτωπο επιχειρούν να ανοίξουν οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων «πολιτιστικών πολέμων» του τελευταίου διαστήματος. Αυτή τη φορά στο στόχαστρό τους είναι ένας ολόκληρος θεωρητικός κλάδος που αφορά τις κριτικές θεωρίας για τη φυλή και το ρατσισμό.

Τι είναι οι κριτικές θεωρίες για τη φυλή και το ρατσισμό;

Η Critical Race Theory στην πραγματικότητα δεν είναι μια «θεωρία» με την έννοια ενός συγκεκριμένου σώματος εννοιών. Πολύ περισσότερο είναι ένας ευρύτερος θεωρητικός χώρος, στον οποίο συναντιούνται ερευνητές από διαφορετικές ειδικότητες, που θεωρεί ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα ζήτημα ατομικών προκαταλήψεων και ιδεών αλλά ένα φαινόμενο συστημικό.

Κατά συνέπεια οι ρατσιστικές προκαταλήψεις πρέπει να μελετηθούν στη συσχέτισή τους με τις κοινωνικές δομές, το νομικό σύστημα και τις πολιτικές μορφές. Ουσιαστικά, είναι μια προσπάθεια να εντοπιστούν τα αίτια που αναπαράγουν το ρατσισμό, που τροφοδοτούν πραγματικές διακρίσεις ακόμη εντός τυπικής ισότητας, που καταδεικνύουν τον τρόπο που η κληρονομιά της αποικιακής δουλείας παραμένει ακόμη ενεργή.

Ως σύνολο θεωριών συνδέεται και με άλλους κλάδους ερευνητικούς όπως είναι οι από-αποικιακές σπουδές ή οι κριτικές σπουδές φύλου και ο ριζοσπαστικός φεμινισμός και συχνά μπορεί δει κανείς και συνεργασίες και κοινές έρευνες.

Ως θεωρητικό και ερευνητικό πεδίο και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες θεωρείται πλήρως «νόμιμος» και σημαντικός. Η αμερικανική «ιδιαιτερότητα» είναι ότι εδώ και χρόνια τέτοιες θεωρητικές κατευθύνσεις έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια πολιτικών που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το ρατσισμό, σε διάφορα επίπεδα από προσπάθειες να βελτιωθεί η κατάσταση στο νομικό σύστημα έως αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα και τα σχολικά βιβλία. Έχει βοηθήσει ακόμη και στο βαθμό που η βιομηχανία του κουλτούρας να μην αναπαράγει ρατσιστικά στερεότυπα.

Προφανώς δεν έχει ανατρέψει το ρατσισμό. Όμως, το ίδιο το αμερικανικό «παράδοξο» να έχουν υπάρξει ταυτόχρονα εκτεταμένες και προχωρημένες μεταρρυθμίσεις κατά του ρατσισμού και ταυτόχρονα επίμονη αναπαραγωγή του ρατσισμού και των επιπτώσεών τους σε όλα τα επίπεδα από την αστυνομική – δολοφονική – απεργία έως τις ανισότητες απέναντι στην πανδημία, στην πραγματικότητα αποτελεί δικαίωση της βασικής θέσης των κριτικών θεωριών της φυλής και του ρατσισμού ότι ο ρατσισμός είναι συστημικό κοινωνικό φαινόμενο και όχι απλώς ιδεολογικό ή θεσμικό.

Η ολοένα και μεγαλύτερη συντηρητική και αντιδραστική αναδίπλωση των Ρεπουμπλικάνων

Από την άλλη πλευρά δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τις μεγάλες αλλαγές που έχουν υπάρξει και σε αυτό που είναι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα. Προφανώς και ήδη από τη δεκαετία του 1960 οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν αποτελέσει κατεξοχήν συντηρητική δύναμη απέναντι στις μεταρρυθμίσεις σε σχέση με το ρατσισμό και τη φυλετική ισότητα. Ωστόσο σε γενικές γραμμές ακολουθούσαν το ρεύμα και άλλωστε ήδη από τη δεκαετία του 1980 θα προσπαθούν διαρκώς να δείξουν ότι εκπροσωπούν και τους μαύρους, ιδίως τη «μαύρη μεσαία τάξη», θα υπάρξουν μαύροι εκλεγμένοι Ρεπουμπλικάνοι όπως υπουργοί σε κυβερνήσεις.

Όμως, ταυτόχρονα καταγραφόταν και μια ολοένα και μεγαλύτερη αναδίπλωση σε πιο συντηρητικές θέσεις, ιδίως από όταν άρχισαν να αποκτούν βαρύτητα στην αμερικανική δημοσιότητα οι «πολιτιστικοί πόλεμοι». Αυτό εντάθηκε και από την αυξανόμενη βαρύτητα της «χριστιανικής δεξιάς στο εσωτερικό τους».

Η περίοδος Τραμπ επέτεινε όλα αυτά τα στοιχεία. Αυτό είχε να κάνει κυρίως με τον τρόπο που ο Τραμπ επέλεξε ιδεολογικά να επικεντρώσει σε μια ρητορική με έντονα τα στοιχεία της alt right, της νέας εκδοχής ακροδεξιάς που όμως αναπαράγει τους «κοινούς τόπους» της παραδοσιακής ακροδεξιάς. Κομμάτι αυτής της ιδεολογικής κατεύθυνσης και η αποκήρυξη της «πολιτικής ορθότητας» και των «πολιτικών των ταυτοτήτων» που κατηγορούνται ως επικίνδυνες «αριστερές» λογικές και απόπειρες διαίρεσης της κοινωνίας.

Γιατί οι Ρεπουμπλικάνοι στρέφονται ειδικά κατά της κριτικής θεωρίας της φυλής και του ρατσισμού: το ζήτημα της «αμερικανικής ταυτότητας»

Το ενδιαφέρον είναι οι Ρεπουμπλικάνοι δεν προσπαθούν πια να υποστηρίξουν ρατσιστικές πρακτικές (όπως έκαναν έως τη δεκαετία του 1970 όταν ήταν αντίθετοι σε διάφορα μέτρα άρσης των φυλετικών διαχωρισμών). Κυρίως προσπαθούν να πουν ρεύματα όπως η κριτική θεωρία της φυλής και του ρατσισμού προάγουν μια μονοδιάστατη οπτική ως προς τα ζητήματα του ρατσισμού, διαμορφώνουν μια έλλειψη ανεκτικότητας απέναντι σε άλλες απόψεις και κυρίως υπονομεύουν την πραγματική εθνική ενότητα των ΗΠΑ.

Το τελευταίο στοιχείο είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η αμερικανική πολιτική ζωή και συζήτηση πάντα στηρίζεται και σε έναν ορισμένο εθνικισμό τον οποίο δεν επικαλούνται μόνο οι Ρεπουμπλικάνοι (ενδεικτικό το «πρώτα η Αμερική» του Τραμπ) αλλά και οι Δημοκρατικοί. Η παραδοσιακή σύλληψη του «αμερικανικού πατριωτισμού» ως ενότητας παρά τις διαφορές, πάντοτε ερχόταν σε σύγκρουση με τις μεγάλες πραγματικές διαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντιπαραθέσεων γύρω από το ρατσισμό.

Ουσιαστικά, οι Ρεπουμπλικάνοι κατηγορούν όσους επενδύουν στις «πολιτικές των ταυτοτήτων» αλλά και τους Δημοκρατικούς ότι επικεντρώνοντας στον ρατσισμό αναπαράγουν την εικόνα μιας Αμερικής πολυκατακερματισμένης σε ανταγωνιζόμενες ομάδες.

Η τωρινή αντιπαράθεση

Η τρέχουσα φάση, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ και τις πολύ μεγάλες αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις που συγκλόνισαν την Αμερική, χαρακτηρίζεται από πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία για ζητήματα που αφορούν τον ρατσισμό. Αυτό κυρίως εκφράζεται στα σχολεία. Απέναντι σε αυτό οι Ρεπουμπλικάνοι επιδίδονται σε μια συντηρητική αντεπίθεση.

Αυτό έχει πάρει ποικίλες μορφές: Σε μια περιοχή της Βιρτζίνια μια ομάδα γονέων προσπαθεί να καθαιρέσει την τοπική σχολική επιτροπή επειδή καθιερώθηκε η υποχρεωτική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε ζητήματα μεροληψίας που σχετίζονται με τη συστημική καταπίεση.

Ο επικεφαλής Ρεπουμπλικάνος της Γερουσίας και άλλοι ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές  διαμαρτυρήθηκαν έντονα για μια οδηγία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την προώθηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που να ασχολούνται με τον συστημικό ρατσισμό και την κληρονομιά που άφησε πίσω η δουλειά, αποκαλώντας τέτοια προγράμματα «διαιρετικές ανοησίες».

Σε διάφορες Πολιτείες νομοθετικά σώματα που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικάνους έχουν περάσει νόμους που απαγορεύουν ή περιορίζουν τη δυνατότητα των σχολείων να διδάσκουν ότι ο ρατσισμός έχει διαποτίσει τους αμερικανικούς θεσμούς. Ένα παράδειγμα είναι η Πολιτεία της Οκλαχόμα, όπου ο Ρεπουμπλικάνος Κυβερνήτης Κέβιν Στιτ αποπέμφθηκε από την επιτροπή για να τιμηθεί η μνήμη της σφαγής των μαύρων από ένα λευκό όχλο στην Τούλσα το 1921, ύστερα από την υπογραφή που έβαλε στο σχετικό νόμο. Στην ίδια Πολιτεία κολέγια ήδη ακυρώνουν μαθήματα για ζητήματα ρατσισμού για να μη θεωρηθεί ότι παραβιάζουν τη σχετική πολιτειακή νομοθεσία.

Ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες έχουν κατατεθεί και στην Βουλή των Αντιπροσώπων (που όμως έχει σαφή πλειοψηφία Δημοκρατικών) με σκοπό να περιοριστεί η διδασκαλία της κριτικής θεωρίας της φυλής σε ομοσπονδιακά ιδρύματα. Η ρητορική των Ρεπουμπλικάνων βουλευτών και πάλι είναι πολύ χαρακτηριστική: πρόκειται για «αντι-αμερικανική αναθεωρητική ιστορία», που «δηλητηριάζει τα παιδιά» και προσπαθεί τα πείσει ότι «η Αμερική είναι εγγενώς κακή», όπως και ότι είναι το μέσο «των ανθρώπων που θέλουν να καταστρέψουν την Αμερική με το να αναζωπυρώσουν μια φυλετική ένταση που σε μεγάλο βαθμό είχε κατευναστεί τις τελευταίες πέντε δεκαετίες».

Η πραγματική Αμερικανική διαίρεση

Με έναν τρόπο όλα αυτά επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι ο ρατσισμός παραμένει μια ανοιχτή πληγή στις ΗΠΑ. Τόσο ως προς πραγματικές ανισότητες που εξακολουθεί να γεννά όσο και ως προς την πραγματική δυσκολία του πολιτικού συστήματος και των θεσμών να μπορέσουν να κινηθούν στην κατεύθυνση της υπέρβασής τους. Ούτως ή άλλως, κάποιες το πραγματικό κοίταγμα στον ιστορικό καθρέφτη δεν μπορεί παρά να είναι οδυνηρό.