Εισαγόμενη ρύπανση προκαλεί θανάτους και ζημιές εκατομμυρίων στην Ελλάδα

Η ρύπανση δεν έχει σύνορα. Δεν γνωρίζει νοητές γραμμές ή  διαχωριστικά στον χάρτη. Το καταδεικνύει και η νέα έκθεση των Bankwatch και Centre for Research on Energy and Clean Air για τις συνέπειες της λειτουργίας των 18 λιγνιτικών σταθμών στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την οποία παρουσιάζει σήμερα ο Οικονομικός Ταχυδρόμος.

Μόνο για την τριετία 2018 – 2020, οι υπερβάσεις των ορίων στους ρύπους που εκλύουν οι λιγνιτικές μονάδες σε Βοσνία Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία ενοχοποιούνται για τον θάνατο 12.000 ανθρώπων, εκ των οποίων 7.000 σε χώρες της ΕΕ και  240 θάνατοι στην Ελλάδα μόνο για το 2020. Η χώρα που υπέφερε περισσότερο από αυτές τις υπερβάσεις εκπομπών ήταν η Ιταλία, με 605 θανάτους, ακολουθούμενη από τη Σερβία.

Τεράστιο είναι και το υγειονομικό κόστος στα κράτη της ΕΕ εξαιτίας αυτών των παραβιάσεων στα Βαλκάνια, το οποίο εκτιμάται μεταξύ 4,4 και 8,9 δισ. ευρώ για το 2020. Σε επίπεδο χώρας, τα κράτη της ΕΕ που συνορεύουν με τα Δυτικά Βαλκάνια, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Κροατία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία, έχουν τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στον τομέα της υγείας από τη διασυνοριακή ρύπανση.

Ωστόσο, όταν στα μαθηματικά μοντέλα των μελετητών προστίθεται και άλλοι παράμετροι που επηρεάζονται από τη ρύπανση – εκτός από την ιατρική περίθαλψη των πολιτών και τα εθνικά συστήματα υγείας – όπως η μειωμένη παραγωγικότητα,  τότε για το 2020 το κόστος  λόγω των υπερβάσεων ρύπων που εκλύονται  από τις μονάδες άνθρακα των Δυτικών Βαλκανίων υπολογίζεται σε  6 με 12,1 δισ.  ευρώ. Στην Ελλάδα το κόστος φτάνει τα  847 εκατ. ευρώ. Προηγούνται η Ιταλία με περίπου 3 δισ. ευρώ, η  Σερβία με 1,7 δισ. ευρώ, η Ουγγαρία με 1,5 δισ. ευρώ και η Ρουμανία με 1,3 δισ. ευρώ.

Η μελέτη

Ειδικότερα, η μελέτη, μεταξύ άλλων, κατέδειξε τα εξής:

·       Οι 18 λιγνιτικοί σταθμοί στα Δυτικά Βαλκάνια ξεπέρασαν το 2020 τα επιτρεπόμενα όρια στις εκπομπές διοξειδίου του θείου (SO2) κατά 6,4 φορές. Μάλιστα, οι εκπομπές τους ήταν 2.5 φορές μεγαλύτερες από τις συνολικές εκπομπές των 221 μονάδων λιγνίτη και λιθάνθρακα της ΕΕ.

·       Οι λιγνιτικοί σταθμοί στα Δυτικά Βαλκάνια ενοχοποιούνται για 19.000 θανάτους, από 2018 έως και το 2020, από τους οποίους οι 10.800 στις χώρες της ΕΕ και οι υπόλοιποι σε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Οι 12.000 θάνατοι (από τους 19.000) προέρχονται από τις υπερβάσεις των ορίων των εκπομπών στο ίδιο διάστημα, αποδεικνύοντας τις ολέθριες συνέπειες της παραβίασης της ισχύουσας νομοθεσίας στις βαλκανικές χώρες, η οποία σημειωτέον, υπολείπεται κατά πολύ σε αυστηρότητα της αντίστοιχης στην ΕΕ.

·       Οι χώρες της ΕΕ εισάγουν το 8% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν οι 18 λιγνιτικές μονάδες των Δυτικών Βαλκανίων. Κατά την τριετία 2018 –  2020, εκ των 27 κρατών μελών της ΕΕ, η  Ελλάδα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εισαγωγέας  ηλεκτρικής ενέργειας (με 7.3 ΤWh). Πρώτη ήταν η Κροατία με 10,2 TWh και ακολουθούν η Ουγγαρία και η Ρουμανία.

Για τον υπολογισμό της παραγόμενης από άνθρακα ενέργειας, η οποία εξάγονταν από τα Βαλκάνια στην ΕΕ χρησιμοποιήθηκαν ωριαία δεδομένα για την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που μεταφέρεται μέσω των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και το ωριαίο ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας. Έτσι,   το διάστημα  2018 – 2020 η ΕΕ εισήγαγε   25 TWh (τεραβατώρες) ηλεκτρικής ενέργειας, που αντιστοιχούν στο 8 % της συνολικής παραγωγής ενέργειας από άνθρακα στα Δυτικά Βαλκάνια.

Ωστόσο, οι ερευνητές της έκθεσης, παρατήρησαν κάτι παράδοξο. Παρότι οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ από τα Δυτικά Βαλκάνια αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο 0,3 % της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ,  οι επιπτώσεις των εκπομπών αερίων ρύπων είναι ακραίες. Δηλαδή οι εκπομπές SO2 που αντιστοιχούν σε αυτές τις εισαγωγές αποτελούν το 50 % του συνόλου των εκπομπών από όλες τις λιγνιτικές μονάδες της ΕΕ για το 2020. Κι αυτό διότι η   παραγωγή ενέργειας στα Δυτικά Βαλκάνια εκπέμπει περίπου 300 φορές περισσότερο SO2 σε σχέση με τις μονάδες στην υπόλοιπη ΕΕ.

Είναι αξιοσημείωτο ότι, η Βόρεια Μακεδονία και το Μαυροβούνιο έχουν δεσμευτεί ότι θα απεξαρτηθούν πλήρως από τον λιγνίτη ως το 2027 και το 2035 αντίστοιχα. Όμως ανάλογη δέσμευση δεν έχουν αναλάβει οι υπόλοιπες χώρες και κυρίως η Σερβία και η Βοσνία που έχουν και τη μερίδα του λέοντος στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη στα Δυτικά Βαλκάνια.

“Είναι φανερό ότι η ΕΕ πρέπει να αναλάβει δράση για να προστατεύσει αποτελεσματικά την υγεία των πολιτών. Είναι αναγκαίο να  εξασφαλίσει ότι η περιβαλλοντική νομοθεσία εφαρμόζεται και για την ηλεκτρική ενέργεια την οποία εισάγει από χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Επιπλέον, στο πλαίσιο του νομοθετικού πακέτου “fit for 55”, πρέπει να επιβάλλει σημαντικούς φόρους διοξειδίου του άνθρακα στην εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια.  Όλα αυτά όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποβούν εις βάρος των πολιτών στα Δ. Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό η ΕΕ πρέπει να συμβάλλει έμπρακτα και με οικονομικούς πόρους στην ενίσχυση των λιγνιτικών περιοχών στα Δυτικά Βαλκάνια, προκειμένου η μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο να γίνει με κοινωνικά δίκαιο τρόπο“, σχολιάζει μιλώντας στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» ο αναλυτής πολιτικής της δεξαμενής σκέψης «TheGreenTank» κ. Νίκος Μάντζαρης.

Επιπτώσεις σε υγεία και εργασία 

Το 2020, οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο από τις υψηλές εκπομπές ρύπων των μονάδων στα Δυτικά Βαλκάνια ήταν η Ιταλία, η Ελλάδα και η Σερβία. Και οι επιπτώσεις στην υγεία δεν περιορίζονται μόνο στους θανάτους καθώς οι υπερβάσεις των εκπομπών κατά τα έτη 2018,  2019 και 2020 όλων των μονάδων άνθρακα σε Βοσνία Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία εκτιμάται ότι συνδέονται με 130.000 ημέρες με συμπτώματα άσθματος σε ασθματικά παιδιά που ζουν στην ΕΕ. Επιπλέον, πάνω από 11.000 παιδιά προσβλήθηκαν από βρογχίτιδα το ίδιο διάστημα, αριθμός που ξεπερνά το 50 % των συνολικών κρουσμάτων βρογχίτιδας σε παιδιά. Επίσης, οι εισαγωγές σε νοσοκομείο λόγω καρδιαγγειακών και αναπνευστικών συμπτωμάτων ανήλθαν σε 3.000, εκ των οποίων 1.800 εισαγωγές σε νοσοκομεία στην ΕΕ.

Οι υπερβάσεις εκπομπών επηρέασαν και την παραγωγικότητα. Εκτιμάται ότι περίπου 6 εκατομμύρια εργάσιμες ημέρες χάθηκαν, με σχεδόν  3,5 εκατομμύρια στις χώρες της ΕΕ και οι υπόλοιπες στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων.