Οι Αόρατοι

Πέρασαν τριάντα χρόνια από την κατάρρευση του αλβανικού καθεστώτος και της μεγάλης εξόδου των Αλβανών. Οι Αλβανοί που κατοικούν στην Ελλάδα είναι πια πλήρως ενσωματωμένοι και η δεύτερη γενιά δύσκολα διακρίνεται από την υπόλοιπη νεολαία της χώρας. Στην παραμεθόριο Αλβανοί είναι αυτοί που κατά κανόνα φυλάνε τα σχεδόν έρημα χωριά. Θαρρείς πως με κάποιον αταβιστικό τρόπο αναβίωσε ο ρόλος αυτής της ομάδας ως «καφάσηδων», κάθε μορφής φυλακών και φρουρών. Το ότι τους εμπιστευόμαστε να φυλάνε τα χωριά μας είναι σημαντικό τεκμήριο αποδοχής σε τελική ανάλυση.

Πέρα, ωστόσο, από όλους αυτούς που πια τους ξεχωρίζει ή όχι κανείς, υπάρχουν ακόμα και οι αόρατοι. Μια κατηγορία ανδρών διεθνικής υπόστασης, που κινούνται στις δυο πλευρές του συνόρου, διασχίζοντας το σαν να μην υπάρχει, όχι μόνον άνθρωποι αλλά και καραβάνια ζώων. Πρόκειται για ένα νέο υποπρολεραριάτο διεθνικών υπάρξεων, που κατοικούν και εργάζονται σε παραμεθόρια δάση βαλανιδιάς. Στήνοντας κονάκια σε διαφορετικές τοποθεσίες κάθε φορά σε συνθήκες που λογοτεχνικά μόνο θα μπορούσε να περιγράψει κανείς, επιτελούν ένα έργο που θυμίζει αυτό μιας κατηγορίας κυρατζήδων του παρελθόντος. Μεταφέρουν καυσόξυλα μέσα από το δάσος σε κάποιον δρόμο προσβάσιμο από φορτηγά, ώστε να μεταφερθούν στις πόλεις για θέρμανση το χειμώνα ή ακόμα και για την παραγωγή ξυλοκάρβουνου επιτόπου.

Τα ζώα, κυρίως μουλάρια, τα φέρνουν από την Αλβανία και τα φροντίζουν οι ίδιοι. Οι ίδιοι διορθώνουν τα σαμάρια ή κατασκευάζουν καινούργια και βέβαια όλα τα εξαρτήματα των φορτηγών ζώων. Μαζί τους έχουν και μια δυο γίδες για γάλα και σκυλιά για κυνήγι. Στο κονάκι έχουν επίσης κι έναν κήπο φραγμένο, όπου καλλιεργούν τα απαραίτητα λαχανικά. Μαγειρεύουν οι ίδιοι σε μια πρόχειρη εστία, όπου ζεσταίνουν και το νερό για τη σωματική τους καθαριότητα. Για ύπνο έχουν μια καλύβα από ξύλα, κλαδιά και νάιλον, ενώ τα δέντρα τριγύρω χρησιμοποιούνται για να κρεμούν διάφορα αντικείμενα της δουλειάς.

Νέοι άνδρες, τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, με οικογένειες πίσω στην πατρίδα τους. Σε χωριά της Κορυτσάς, της Πρεμετής, της Κλεισούρας κ.λπ. Δύσκολα τους συναντά κανείς. Πρέπει να βρεθεί σε πυκνά δάση που δεν φτάνουν δρόμοι για να «πέσει πάνω τους»…

Ποιος νοιάζεται γι’ αυτούς τους ανθρώπους;  Σε ποια κατηγορία «μεταναστών» ανήκουν; Σε ποιο νομοθετικό πλαίσιο και σε ποιο εργατικό δίκαιο εντάσσονται; Σε ποια τάξη;

Αυτό που θέλω να πω, ωστόσο, δεν έχει σχέση με τα παραπάνω ερωτήματα. Έχει να κάνει με την ανθρώπινη θέληση για ζωή, με το ένστικτο της επιβίωσης. Πράγματα που δεν γνωρίζουν ούτε αναγνωρίζουν σύνορα, ούτε νόμους και διατάξεις. Δεν ξέρουν από διαβατήρια και χαρτιά. Ξέρουν από ανάγκη και αγώνα επιβίωσης. Στα όρια των νόμων αλλά κυρίως στα όρια της ανθρώπινης αντοχής και πάλης για τη ζωή, όχι μόνο για την επιβίωση. Να είστε καλά Αλία, Αρτάν, Φρέντυ, Αλμπέρτο και Σαλί!