Πανδημία κοροναϊού – Πώς η ανισότητα στα εμβόλια παρατείνει τον υγειονομικό εφιάλτη

Περισσότεροι από 3,77 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη υπολογίζεται ότι έχουν λάβει μέχρι σήμερα τουλάχιστον μια δόση εμβολίου κατά της Covid-19: πάνω από το 49% του παγκόσμιου πληθυσμού.

Ωστόσο, το 77% των δόσεων έχουν χορηγηθεί σε κατοίκους ανεπτυγμένων χωρών. Στις φτωχές, αντίθετα, το ποσοστό είναι μόλις 0,5%.

Με φόντο εν τω μεταξύ την εξάπλωση της παραλλαγής «Δέλτα» και της νέας, πιο μεταδοτικής υποπαραλλαγής της, την επέκταση των εθνικών προγραμμάτων εμβολιασμού σε ομάδες ανηλίκων, καθώς και τη χορήγηση πια τρίτης δόσης σε πολλές χώρες, η ζήτηση σε εμβόλια εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει την προσφορά έως τα τέλη του έτους.

Ήδη, υπολογίζεται ότι έχουν χορηγηθεί πάνω από 46 εκατομμύρια αναμνηστικές δόσεις, παγκοσμίως.

Ενόσω όμως στις πλούσιες χώρες οι πλήρως εμβολιασμένοι περιμένουν τη δική τους σειρά για ενίσχυση της ανοσίας τους έναντι της Covid-19, δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο και υπανάπτυκτο κόσμο δεν έχουν λάβει καν την πρώτη.

Γεγονός, που εντείνει τους φόβους για την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων και για παράταση της πανδημίας τουλάχιστον έως τα τέλη του 2022, όπως προειδοποίησε άλλωστε ανοιχτά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ).

Άλλο λόγια, άλλο πράξεις

Διακηρυγμένος στόχος του διεθνούς οργανισμού είναι να έχει εμβολιαστεί το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού μέχρι το τέλος του έτους και, ιδεατά, το 70% έως τον προσεχή Ιούνιο.

Θεωρητικά, είναι επιτεύξιμο. Βάσει των υπολογισμών των ειδικών, έως το τέλος του 2021 θα έχουν παραχθεί περίπου 12 δισεκατομμύρια δόσεις, εκ των οποίων τα 11 δισεκατομμύρια αρκούν για να εμβολιαστούν οι 7 στους 10.

Για να συμβεί όμως αυτό, προειδοποιεί ο ΠΟΥ, θα πρέπει όλες τις χώρες «να δεσμευτούν για δίκαιη διανομή των εμβολίων».

Παρά τις σχετικές διακηρύξεις και δεσμεύσεις, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στο ορίζοντα.

Οι δωρεές δόσεων που υποσχέθηκαν οι πλούσιες χώρες καθυστερούν, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα COVAX (το οποίο δημιουργήθηκε ειδικά για τη διανομή εμβολίων κατά της Covid-19 στις φτωχότερες χώρες) να καρκινοβατεί.

Πηγή: launchandscalefaster.org

Κι αυτό την ώρα που, σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας αναλύσεων Airfinity, πάνω από 241 εκατομμύρια δόσεις, απ’ όσες διαθέτουν συνολικά σήμερα στα πλούσια αποθέματά τους οι χώρες του G7 και της Ε.Ε., κινδυνεύουν να λήξουν εάν δεν χρησιμοποιηθούν μέχρι το τέλος του έτους.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, εάν αυτές οι δόσεις διανέμονταν εγκαίρως σε χώρες σε πραγματική ανάγκη (χωρίς την ανάμιξη γεωπολιτικών παραγόντων) κι εάν είχαν υλοποιηθεί οι μέχρι σήμερα δεσμεύσεις για δωρεές δόσεων, τότε ο εμβολιασμός του 70 % του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί μέχρι τον Μάιο του 2022.

Όμως στην πραγματικότητα, όπως ανακοίνωσε η People’s Vaccine – μια συμμαχία φιλανθρωπικών οργανώσεων – μόνο μία στις επτά από τις δόσεις που υπόσχονται οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι πλούσιες χώρες φτάνουν πραγματικά στους προορισμούς τους σε φτωχότερες χώρες.

Covax… μετ’ εμποδίων

Η αρχική ιδέα πίσω από το Covax ήταν ότι όλες οι χώρες θα μπορούσαν να αποκτήσουν εμβόλια από τη «δεξαμενή» του, συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων.

Ενώ όμως ο στόχος του προγράμματος ήταν η παράδοση δύο δισεκατομμυρίων δόσεων μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, πρωτίστως σε αναπτυσσόμενα και υπανάπτυκτα κράτη, μέχρι στιγμής έχουν αποσταλεί μόλις 371 εκατομμύρια.

Γι’ αυτό ευθύνεται ένας συνδυασμός παραγόντων. Οι μεμονωμένες συμφωνίες μεταξύ προμηθευτών και πλούσιων χωρών. Απαγορεύσεις εξαγωγών. Η διατήρηση της πατέντας των εμβολίων, προβλήματα στην παραγωγή. Οι καθυστερήσεις στις δωρεές από τις πλούσιες χώρες, που έχουν μείνει στα λόγια.

Το αποτέλεσμα είναι να κατεβαίνει συνεχώς ο πήχης των προσδοκιών. Η τελευταία αναθεωρημένη πρόβλεψη είναι η διανομή μέσω του COVAX 1,4 δισεκατομμυρίων διαθέσιμων δόσεων έως τα τέλη Δεκεμβρίου, αισίως.

Στο μεσοδιάστημα, το χάσμα στην εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού μεταξύ πλούσιων και φτωχών κρατών έχει γιγαντωθεί.

Κι έτσι, ενώ σε πολλές δυτικές χώρες το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων κυμαίνεται πλέον μεταξύ 70% έως ακόμη και 90%, στην Αφρική μόλις το 7,8% του πληθυσμού έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου: οι πιο βραδείς ρυθμοί ανοσοποίησης από οποιαδήποτε άλλη ήπειρο.

Σε αρκετά αφρικανικά έθνη, μάλιστα, έχει εμβολιαστεί λιγότερο από το 2% του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των υγειονομικών και των ηλικιωμένων.

Αναζητώντας εναλλακτικές

Με αυτά ως φόντο, το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέτις ανακοίνωσε σχέδιο ύψους 120 εκατομμυρίων δολαρίων για τη διάθεση σε χώρες με χαμηλό εισόδημα ενός πειραματικού χαπιού κατά της Covid-19, του Molnupiravir, που αναπτύσσει η αμερικανική φαρμακευτική Merck & Co.

Πρόκειται για αντιικό φάρμακο, που στην τρίτη φάση των κλινικών δοκιμών αναφέρθηκε ότι μείωσε κατά 50% το ποσοστό νοσηλείας και θανάτου από την COVID-19 σε ασθενείς με ήπια ως μέτρια συμπτώματα της νόσου. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, δεν έχει λάβει ακόμη άδεια χρήσης έκτακτης ανάγκης.

Η παρασκευάστρια εταιρεία έχει υποβάλλει από την περασμένη εβδομάδα σχετικό αίτημα στον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Η απόφαση αναμένεται στα τέλη Νοεμβρίου.

Από τον Απρίλιο, εν τω μεταξύ, η Merck σύναψε εθελοντικά συμφωνίες αδειοδότησης με πέντε φαρμακοβιομηχανίες της Ινδίας, που παρασκευάζουν γενόσημα.

Στόχος, ανέφερε η αμερικανική πολυεθνική εταιρεία, είναι να ενισχύσει τη διαθεσιμότητα του (εύκολου στη διανομή) αντιικού φαρμάκου σε περισσότερα από 100 φτωχά κράτη, συμπεριλαμβανομένης της Αφρικής.

Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το σκεύασμα λάβει άδεια επείγουσας χρήσης, παρατηρούν οι New York Times, παραμένει ακόμη ασαφές πόσες ποσότητες του φαρμάκου και των γενόσημων θα είναι διαθέσιμες μέχρι το επόμενο έτος και εάν οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τους επαρκούν για την κάλυψη της ζήτησης.

Ήδη εκφράζονται φόβοι ότι οι φτωχές χώρες μπορεί να μείνουν και πάλι πίσω, καθώς οι πλουσιότερες σπεύδουν ήδη να κλείσουν συμφωνίες προμήθειας του εν λόγω αντιικού φαρμάκου, το οποίο  λαμβάνεται από το στόμα δύο φορές την ημέρα.

Ήδη αρκετά κράτη έχουν συνάψει συμφωνίες με την φαρμακευτική για την αγορά εκατομμυρίων δόσεων.

Μόνο οι ΗΠΑ έχουν παραγγείλει 1,7 εκατομμύρια δόσεις του πειραματικού σκευάσματος, κατόπιν συμφωνίας ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έκλεισαν με τη Merck από το περασμένο Ιούνιο.