Η Μέρκελ, ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης

Την τελευταία φορά που βρέθηκε στην Αθήνα η Ανγκελα Μέρκελ, τον Ιανουάριο του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η συνάντησή τους έγινε στη γερμανική πρεσβευτική κατοικία. Η συνάντηση εκείνη φαντάζει σήμερα από άλλη εποχή. Στους 22 μήνες που μεσολάβησαν ο Μητσοτάκης έγινε Πρωθυπουργός, συναντήθηκαν δύο φορές στο Βερολίνο, είχαν την ευκαιρία να τα πουν στις ευρωπαϊκές συναντήσεις. Τώρα θα υποδεχτεί τη γερμανίδα καγκελάριο στο Μαξίμου για την αποχαιρετιστήρια επίσκεψή της στην Αθήνα.

Ο Ιανουάριος του 2019 φαντάζει πλέον μακριά για έναν κυρίως λόγο: Τότε η Ελλάδα ήταν στην τελική ευθεία του τρίτου Μνημονίου. Τώρα έχει αφήσει πίσω της τη δεκαετή περίοδο των Μνημονίων, είναι μία «κανονική» χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για τις σχέσεις των ηγετών των δύο χωρών. Η Μέρκελ παραδέχτηκε ότι «η δυσκολότερη στιγμή της θητείας της ήταν, όταν ζήτησε πολλά από τους Ελληνες», αλλά δεν αναθεωρεί τη στάση της, συνεχίζει να τη θεωρεί, όπως και τότε, «χωρίς εναλλακτική επιλογή».

Η διαχείριση της κρίσης έφερε κοντά και τους πρωταγωνιστές της, η Ανγκελα Μέρκελ και ο Αλέξης Τσίπρας από εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές αφετηρίες ο καθένας διαμόρφωσαν μία σχέση εμπιστοσύνης, η οποία φάνηκε πολύ χρήσιμη στο αποκορύφωμα της κρίσης. Και αυτό έδωσε την εντύπωση της ανάπτυξης μιας προσωπικής σχέσης της Ανγκελα με τον Αλέξη, η οποία δεν αντικαταστάθηκε με μία εξίσου θερμή σχέση της Ανγκελα με τον Κυριάκο. Η σύγκριση αδικεί τη σχέση της καγκελαρίου με τον Πρωθυπουργό. Ηταν οι συνθήκες εκείνης της εποχής και η ανάγκη αντιμετώπισης μιας υπαρξιακής κρίσης για την Ελλάδα και την ευρωζώνη τα στοιχεία που διαμόρφωσαν και τη στενή σχέση συνεργασίας των ηγετών.

Βέβαια, εκτός από την πολιτική υπάρχει και η «χημεία». Η Μέρκελ, κόρη απλού και άσημου ευαγγελικού πάστορα που μεγάλωσε στην κομμουνιστική, Ανατολική Γερμανία, έβλεπε πάντα με δυσπιστία τους πορφυρογέννητους πολιτικούς, της είναι ξένη η κληρονομικότητα στην πολιτική. Κλήθηκε να συνεργαστεί δύο φορές με πρωθυπουργούς – γόνους μεγάλων πολιτικών οικογενειών της Ελλάδας, τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αλλά γνώμονας της Μέρκελ στις διεθνείς σχέσεις δεν είναι ούτε η ιδεολογική αφετηρία (περίπτωση Τσίπρα), ούτε η «χημεία» (περίπτωση Μητσοτάκη). Είναι ο βαθμός εμπιστοσύνης που αποκτά με τον συνομιλητή της.

Η σχέση της Μέρκελ με τον Τσίπρα ήταν προϊόν της εποχής, όχι επιλογή προτίμησης. Προϊόν της εποχής είναι και η σχέση της με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με τον Πρωθυπουργό η καγκελάριος έχει σχέση κανονικότητας επί ίσοις όροις πλέον. Και αυτό είναι πολύ θετικό. Είναι σχέση εκτίμησης χωρίς συναισθηματικές φορτίσεις, που ούτως ή άλλως δεν χαρακτηρίζουν τη Μέρκελ. Ομως, εκτιμά ιδιαίτερα τη διαχειριστική ικανότητα που έδειξε ο Πρωθυπουργός στην αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, όπως η πανδημία κορωνοϊού. Θα ενδιαφερθεί για την κρίση Ελλάδας – Τουρκίας στην οποία μεσολάβησε, αλλά και τη συμφωνία για το Προσφυγικό που είναι δικό της παιδί. Και στα δύο, κλειδί θα είναι η εμπιστοσύνη.