Ωρα αποφάσεων για τη Δεξιά σε Γερμανία και Γαλλία

των Γιώργου Παππά – Γιώργου Παυλόπουλου

Φάση… ενδοσκόπησης και αναζήτησης πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας διέρχονται τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής Δεξιάς, τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, κρίνουν και τους πολιτικούς συσχετισμούς στην ΕΕ. Πρόκειται, βεβαίως, για τους Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας και για τους Ρεπουμπλικανούς της Γαλλίας, που βρίσκονται ταυτόχρονα και σε διαδικασία εκλογής της νέας ηγεσίας τους.

Το μεν CDU προκειμένου να του αναθέσουν να διαχειριστεί τις αναταράξεις και τις δυσκολίες της μετά Μέρκελ εποχής, όπως και τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η παρουσία του κόμματος στα έδρανα της αντιπολίτευσης μετά από 16 ολόκληρα χρόνια.

Το δε LR για να δοκιμάσει την τύχη του στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, που θα διεξαχθούν την άνοιξη του 2022, που έχει την κρυφή ελπίδα να είναι καλύτερη σε σύγκριση με το 2017, όταν ο Φρανσουά Φιγιόν είχε μείνει εκτός δεύτερου γύρου από τη Μαρίν Λεπέν, ενώ η βάση του κόμματος είχε διεμβολιστεί τόσο από την Ακροδεξιά όσο και από τον ανένταχτο και «φρέσκο» Εμανουέλ Μακρόν.

Τα πράγματα είναι, αναμφίβολα, πιο δύσκολα για τους Γάλλους. Κι αυτό διότι σε περίπτωση που χάσουν το τρένο για δεύτερη συνεχόμενη φορά (κάτι πάντως που μοιάζει ως το πιο πιθανό σενάριο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις), τότε η ανάκαμψη θα φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη και τα περασμένα μεγαλεία, των εποχών του στρατηγού Ντε Γκολ και του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν (όχι όμως και του Νικολά Σαρκοζί…) θα μοιάζουν ακόμη πιο μακρινά.

Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, έχουν αρκετά να διδαχθούν από την εμπειρία των όμορων πολιτικά και ιδεολογικά εταίρων τους, αξιολογώντας τη δική τους εμπειρία από την παρουσία στην αντιπολίτευση την προηγούμενη πενταετία.

Και παράλληλα, να αποφασίζουν – κάτι που θα φανεί και από το πρόσωπο του νέου ηγέτη τους – εάν θα παραμείνουν στο Κέντρο, επιχειρώντας να το ξανακερδίσουν από τα τρία κόμματα του νέου κυβερνητικού συνασπισμού ή θα πραγματοποιήσουν στροφή προς το δεξιό άκρο, όπου υπάρχει επίσης πολυπληθές ακροατήριο.

Τρεις μνηστήρες για την προεδρία των Χριστιανοδημοκρατών

Για τρίτη φορά μέσα σε τρία χρόνια οι Χριστιανοδημοκράτες της Γερμανίας αναζητούν νέο πρόεδρο. Η κρίση ηγεσίας με την αντικατάσταση του Αρμιν Λάσετ σε λιγότερο από έναν χρόνο στην προεδρία του CDU είναι συνέπεια της δραματικής ήττας στις εκλογές του Σεπτεμβρίου και σύμπτωμα της κρίσης στρατηγικής της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας στο τέλος της μακροχρόνιας κυριαρχίας της Ανγκελα Μέρκελ.

«Ερχονται συναρπαστικές εβδομάδες για το CDU», προανήγγειλε ο γενικός γραμματέας του κόμματος Πάουλ Τσίμιακ. Πράγματι, για πρώτη φορά στην ιστορία του κόμματος, η βάση του CDU, τα 400.000 μέλη, εκλέγουν τον πρόεδρο του κόμματος. Την επόμενη εβδομάδα θα γίνει η παρουσίαση των υποψηφίων, Φρίντριχ Μερτς, Νόρμπερτ Ρέντγκεν και Χέλγκε Μπράουν σε διαδικτυακές συνδιασκέψεις. Θα ακολουθήσουν εσωκομματικές εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων θα ανακοινωθεί στις 17 Δεκεμβρίου. Σε περίπτωση που απαιτηθεί δεύτερος γύρος μεταξύ των δύο επικρατέστερων, θα διεξαχθεί μεταξύ 29 Δεκεμβρίου και 12 Ιανουαρίου. Η εκλογή του νικητή θα επικυρωθεί στο συνέδριο του CDU στις 21 Ιανουαρίου στο Αννόβερο.

Οι δύο από τους τρεις υποψήφιους, Φρίντριχ Μερτς και Νόρμπερτ Ρέντγκεν, είναι οι ηττημένοι στον προηγούμενο γύρο της εκλογής προέδρου που είχε επικρατήσει ο Αρμιν Λάσετ. Ο Μερτς μάλιστα διεκδικεί για τρίτη φορά την προεδρία, είχε ηττηθεί οριακά και από την Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ το 2018. Κατηγόρησε το «κομματικό κατεστημένο» για τις ήττες του, τώρα είναι η τελευταία ευκαιρία να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι η εκλογή προέδρου θα γίνει από τη βάση του κόμματος, στην οποία ως δεινός ρήτορας είναι ιδιαίτερα δημοφιλής.

Ο 66χρονος Μερτς, δείχνει να διδάχτηκε από τα λάθη του και ανασκευάζει το προφίλ του νεοφιλελεύθερου με τη μακρόχρονη θητεία στη BlackRock. «Το κρισιμότερο θέμα είναι η κοινωνική δικαιοσύνη», είπε στην ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, εκτίμησε ότι το CDU έχασε στις εκλογές επειδή δεν είχε πρόταση για το κοινωνικό κράτος. Ταυτόχρονα δείχνει ομαδικό πνεύμα και μπαίνει στην κούρσα με ομάδα στελεχών που έχουν επιρροή στο κόμμα, όπως ο κοινοβουλευτικός Κάρστεν Λίνεμαν, τον οποίο προορίζει για υπεύθυνο ενός νέου προγράμματος του CDU. Για τον φιλόδοξο Μερτς, η προεδρία του CDU είναι το εφαλτήριο για την καγκελαρία. Μειονέκτημα είναι η ηλικία του, καθώς στις εκλογές του 2025 θα είναι 70 χρόνων.

Γνωστός από την προηγούμενη εκλογή προέδρου του CDU είναι και ο δεύτερος υποψήφιος, Νόρμπερτ Ρέντγκεν. Ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του CDU για την εξωτερική πολιτική εκτιμά ότι αυτήν τη φορά έχει σοβαρές ελπίδες να κερδίσει την κούρσα της προεδρίας. Ως μετριοπαθής πολιτικός μπορεί να αποκαταστήσει την ενότητα του κόμματος, αλλά και τη διαταραγμένη σχέση με το αδελφό κόμμα CSU της Βαυαρίας, αφήνοντας πολιτικό χώρο στον φιλόδοξο πρόεδρό του, βαυαρό πρωθυπουργό, Μάρκους Ζέντερ.

Απροσδόκητη υποψηφιότητα και νέο πρόσωπο στη διεκδίκηση της προεδρίας είναι ο Χέλγκε Μπράουν, απερχόμενος υπουργός Καγκελαρίας και επί χρόνια το δεξί χέρι της Ανγκελα Μέρκελ. Με διαχειριστικές ικανότητες, αλλά καμία ακτινοβολία, είναι αυθεντικός εκφραστής της κεντρώας γραμμής του CDU και ουσιαστικός κομματικός κληρονόμος της Μέρκελ στο κόμμα.

Γυναικεία υποψηφιότητα δεν υπάρχει. Η Σαμπίνε Μπούντερ επιχείρησε να μπει στην κούρσα διαδοχής, αλλά απέτυχε. Η περιφερειακή οργάνωση, Μέρκις Ομπερλαντ, στην οποία ανήκει, αρνήθηκε να τη στηρίξει και καταψήφισε την υποψηφιότητά της. Απογοητευμένη η 37χρονη Μπούντερ σημείωσε ότι οι Μερτς, Ρέντγκεν και Μπράουν έχουν ίδια ηλικία, φύλο και γεωγραφική προέλευση. Και αυτό δεν είναι δείγμα ανανέωσης και νέας αρχής». Αλλά μετά από δύο δεκαετίες κυριαρχίας της Ανγκελα Μέρκελ, οι Χριστιανοδημοκράτες δείχνουν να μην έχουν διάθεση για γυναίκα πρόεδρο του κόμματος.

Ποιος Ρεπουμπλικανός θα βρεθεί απέναντι στον Μακρόν;

Μόλις 11 ημέρες απέμειναν μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου, ημέρα κατά την οποία το συνέδριο των Γάλλων Ρεπουμπλικανών, του κόμματος που έχει τις ρίζες του στον Σαρλ ντε Γκολ, αναμένεται να επιλέξει τον ή την υποψήφιό του για τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου. Μέχρι στιγμής, ωστόσο, η κατάσταση δεν έχει ξεκαθαρίσει ανάμεσα στους πέντε διεκδικητές του χρίσματος – Ξαβιέ Μπερτράν, Μισέλ Μπαρνιέ, Βαλερί Πεκρές, Ερίκ Σιοτί και Φιλίπ Ζουβέν – έστω κι αν οι δύο πρώτοι είναι αυτοί που μοιάζουν να έχουν τις πιο σοβαρές πιθανότητες να το κερδίσουν.

Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με τις δημοσκοπήσεις για τις ίδιες τις εκλογές. Η αιτία είναι ότι εκεί, όποιο και αν είναι το πρόσωπο που τελικώς θα επιλεγεί, θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, να περάσει στον δεύτερο γύρο. Σε αυτόν, τουλάχιστον για την ώρα, όλα δείχνουν ότι θα αναμετρηθεί ο Εμανουέλ Μακρόν με έναν από τους δύο εκπροσώπους της Ακροδεξιάς: Είτε τη Μαρίν Λεπέν, σε ένα… σίκουελ της μονομαχίας του 2017, είτε με τον Ερίκ Ζεμούρ, ο οποίος ακόμη δεν έχει καταθέσει επισήμως την υποψηφιότητά του.

Οι τρεις τηλεμαχίες που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής ανάμεσα στους «5» (με την τελευταία το βράδυ της Κυριακής) δεν έχουν ξεκαθαρίσει περισσότερο την κατάσταση. Ο μετριοπαθής Μπερτράν παραμένει πρώτος στις προτιμήσεις, όμως η διαφορά μειώνεται από τον σαφώς πιο συντηρητικό σε όλα τα θέματα (μετανάστευση, δημοσιονομικά κ.λπ.) Μπαρνιέ, για τον οποίο ολοένα περισσότεροι εκτιμούν πως διαθέτει πιο «προεδρικό στυλ» από τον βασικό αντίπαλό του. Κι αυτό είναι κάτι που αναμφίβολα λειτουργεί υπέρ του, σε συνδυασμό βεβαίως με την εμπειρία και την αναγνωρισιμότητα που διαθέτει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα θετικά του Μπαρνιέ συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι έμεινε πιστός στο κόμμα όλα τα προηγούμενα και δεν αποχώρησε έστω και προσωρινά από αυτό, όπως έκαναν ο Μπερτράν (ο οποίος επέστρεψε μόλις στις αρχές του φθινοπώρου) και η Πεκρές.

Παρ’ όλα αυτά, η εγγραφή περίπου 70.000 νέων μελών στους Ρεπουμπλικάνους στη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων, που πλήρωσαν τη συνδρομή των 30 ευρώ και συμπεριελήφθησαν στους καταλόγους, ίσως αλλάξει τα δεδομένα που υπήρχαν όταν ο μηχανισμός περιλάμβανε σχεδόν τους μισούς – κάπου 80.000. Το σίγουρο είναι πως αρκετοί ελπίζουν πως ο διχασμός στις τάξεις της Ακροδεξιάς (εφόσον φυσικά ο Ζεμούρ είναι υποψήφιος) ίσως αποδειχθεί καθοριστικός και οδηγήσει τον ένα και μοναδικό υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων στον δεύτερο γύρο. Κι εκεί, όπως εκτιμούν, όλα είναι πιθανά. «Η νίκη παραμένει δύσκολη, αλλά δεν είναι πλέον αδύνατη», δήλωσε χαρακτηριστικά στη «Le Monde» βουλευτής που στηρίζει την υποψηφιότητα της Πεκρές.

Αυτό και μόνο το στοιχείο, πάντως – δηλαδή το εκλογικό ποντάρισμα στη διάσπαση της Ακροδεξιάς – συνιστά μια ακόμη απόδειξη ότι το κόμμα εξακολουθεί να μην έχει βρει την πολιτική του ταυτότητα και να διέρχεται περίοδο κρίσης.