Ελλάδα – Ρωσία, καλύτερη σχέση;

Προ ημερών ξεφύλλιζα, δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο ακόμα, το τελευταίο βιβλίο του παλιού γνωστού – από τον καιρό της θητείας μου στο υπουργείο Εξωτερικών κι από τα χρόνια του Κέιμπριτζ – Ντέιβιντ Οουεν, «Γρίφος, μυστήριο και αίνιγμα» (Καστανιώτης, 2021), που αναφέρεται στα 200 χρόνια βρετανορωσικών σχέσεων. Και σκέφτηκα αν κάποιος θα έπρεπε να ασχοληθεί διαχρονικά με τις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας. Στο βιβλίο του Οουεν ξεχωριστό ρόλο έχουν οι διαπιστώσεις του Ουίνστον Τσόρτσιλ πως το δυσεξήγητο της ρωσικής πολιτικής βρίσκεται στο ότι αυτή πάντα εξυπηρετεί στενά το εθνικό της συμφέρον. Η δική μας εμπειρία με τη Ρωσία δείχνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Από τη Μεγάλη Αικατερίνη και τα Ορλωφικά μέχρι τον Υψηλάντη και τον Καποδίστρια, η Ρωσία πάντα κοιτούσε τις δικές της εθνικές επιδιώξεις, αδιαφορώντας στην ουσία για τις τύχες ή για τις επιπτώσεις των κινήσεών της πάνω σε άλλους λαούς.

Υπήρξαν βέβαια και περίοδοι ειλικρινούς συμπαράστασης στις δοκιμασίες του λαού μας από τον γιγαντιαίο βόρειο γείτονά μας. Οπως όταν ο τσάρος Αλέξανδρος, φανατικός υποστηρικτής της Ορθοδοξίας, είχε βάλει τις βάσεις μιας διεθνούς συμπαράστασης προς την Ελλάδα. Μετά τη Σφαγή της Χίου και το Μεσολόγγι, οι Ρώσοι είχαν γνωστοποιήσει το ανατριχιαστικό σενάριο ενός Σχεδίου Εκβαρβάρωσης της Ελλάδας από τις αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο αρχικά κι αργότερα σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Αυτό επηρέασε πολλούς Ευρωπαίους, ο Κάνινγκ ήταν ήδη υπέρ της Ελλάδας, αλλά πείστηκαν και άλλοι, και τελικά οδήγησε στη συμπαράταξη Αγγλίας, Ρωσίας και Γαλλίας στην εμβληματική κι αποφασιστική για τις τύχες μας Ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Αργότερα από τον Αλέξανδρο, ο τσάρος Νικόλαος κράτησε μια περισσότερο ευθεία κι εθνικιστική στάση. Κάποιοι μάλιστα την παραλληλίζουν με την τακτική του σημερινού προέδρου Πούτιν (βλ. λ.χ. Sean Cannady & Paul Kubicek, «Nationalism and Legitimation for Authoritarianism: A Comparison of Nicholas I and Vladimir Putin», στο Journal of Eurasian Studies, 5, 2014). Ο Νικόλαος ήταν αφοσιωμένος να «σώσει τη χριστιανική Ευρώπη από τις δυτικές αιρέσεις του φιλελευθερισμού, του ορθολογισμού και της επανάστασης» (Orlando Figes, «The Crimean War: A History», 2010, σελ. 36-37). Και φοβόταν εσωτερικές επιπτώσεις από εξεγέρσεις. Εντούτοις, κι ο Νικόλαος πανηγύρισε τον θρίαμβο στο Ναυαρίνο και τελικά προσέτρεξε, μαζί με την Αγγλία, στη στήριξη της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Με τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και τη Συνθήκη της Αδριανούπολης που ακολούθησε, ο σουλτάνος αναγκάστηκε να δεχθεί την ύπαρξη της ελληνικής πολιτειακής οντότητας. Το Ναυαρίνο πάντως σηματοδοτεί έναν σπουδαίο σταθμό στη ρωσική στάση απέναντι στην Ελλάδα, αφού ουσιαστικά θεμελίωσε την ελληνική ανεξαρτησία.

Στη συνέχεια, έτρεξε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα των σχέσεων των δύο χωρών. Κρίσιμη καμπή υπήρξε η επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία και η ελληνική στρατιωτική συμμετοχή, επί Βενιζέλου, στο εκστρατευτικό σώμα της Δύσης στην Ουκρανία, εναντίον του Κόκκινου Στρατού. Η ρωσική ανταπόδοση ήλθε με τη στήριξη των δυνάμεων του Κεμάλ Ατατούρκ στη διάρκεια της ελληνικής μικρασιατικής εκστρατείας. Εκτοτε, κομμουνισμός από τη μία και ΝΑΤΟ από τον άλλη δεν επέτρεψαν στις διμερείς σχέσεις ιδιαίτερα να αναπτυχθούν. Τα πράγματα άλλαξαν με την ίδρυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του Βλαντίμιρ Πούτιν στην εξουσία. Η σχέση πέρασε αρκετά σκαμπανεβάσματα. Ιδίως μετά τις απελάσεις ρώσων διπλωματών επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Και τους περίεργους χειρισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στο Πατριαρχείο Μόσχας. Τώρα φαίνεται να μπαίνει σε ηρεμότερα νερά.

Αυτό που είναι μάλλον φανερό είναι πως το εθνικό συμφέρον της Ρωσίας, που, κατά τον Τσόρτσιλ, μπορεί να ερμηνεύει κάθε φορά τη συμπεριφορά της, επιβάλλει τις καλές σχέσεις με την Ελλάδα – ενώ όμως αυτή βρίσκεται μέσα στο άρμα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Την προτιμά έτσι η Ρωσία, παρά ανοιχτή σε στενότερη διμερή σχέση. Διότι έτσι η Μόσχα αποκτά έναν πιο φερέγγυο συνομιλητή με τη Δύση. Πάνω στη λογική αυτή λοιπόν θα πρέπει να σχεδιάσουν τις κινήσεις τους οι αρμόδιοι της χώρας μας.