Με του καημού τ’ αγκάθι

Με τις πρώτες λέξεις των στίχων του διαμορφώνει ένα αίσθημα. Ενα τοπίο ή ένα σκηνικό. Ενα «τρίλεπτο θεατρικό μονόπρακτο», κατά τη διατύπωση του μεταγενέστερου ομότεχνού του Μάνου Ελευθερίου. Σε πείσμα της σύγχρονης κορεκτίλας, που φτάνει ως τα όρια της «έντεχνης ιδεοληψίας».

Ο Νίκος Γκάτσος μεταφέρει στις πρώτες ύλες των τραγουδιών του – ας μας δοθεί η χάρη να μην πέσουμε στις μυλόπετρες του ψευτοδιλήμματος «στιχουργική ή ποίηση;» – έναν πολιτισμό: αυτόν από τον οποίο εκκινεί και αυτόν τον οποίο συνδιαμορφώνει. Μια αισθητική πρόταση που κρατάει από την προπολεμική Γενιά του ’30 για να φτάσει ως τα πάθη της Μεταπολίτευσης και τις ρωγμές στον παράδεισο του Νεοέλληνα («τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα», «τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο»). Ενας πολιτισμικός πεσιμισμός που κρύβει στον πυρήνα του, ελπιδοφόρο, «τ΄ αστέρι του Βοριά». Τον πολιτισμό αυτό αναλύει σε μια πρωτόγνωρη για τα ελληνικά ήθη έκδοση ο Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης υπογράφοντας το «Νίκος Γκάτσος: δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι – Ποίηση και στιχουργική 1931-1991» (ξεχωριστή αναφορά στον «Μετρονόμο» του Θανάση Συλιβού, που υποστήριξε την έκδοση).

Ο ερευνητής της ελληνικής μουσικής και διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών πετυχαίνει στην ανάλυσή του επειδή παίρνει σοβαρά το έργο του Νίκου Γκάτσου ως διακριτή παρουσία μέσα στην ελληνική ποίηση και μουσική. Ξεκινάει από την πρώτη λογοτεχνική εμφάνισή του με το διήγημα «Ενας ασήμαντος άνθρωπος» (1931), για να περάσει στην «Αμοργό», την περίοδο της ποιητικής σιωπής και τους μεγάλους κύκλους τραγουδιών με ανάλογη θεματική κατηγοριοποίηση. Ακόμη και εν μέσω υπερβολικών κρίσεων από ομότεχνους του Γκάτσου, τις οποίες αναφέρει, ή δημοσιογραφικών ευκολιών της εποχής, διαφαίνεται η συνέχεια στην «ποιητική νοημοσύνη» του (περιγραφή του Ελύτη). Οπου χρειάζεται καταθέτει ο ίδιος επισημάνσεις που πιθανότατα θα φανούν διαφωτιστικές για τον σημερινό αναγνώστη, όπως οι ανέκδοτες επιστολές Γκάτσου – Ελύτη του 1948 (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη), στις οποίες ο πρώτος εκφράζει μια αίσθηση προσωπικού αδιεξόδου απέναντι στην αδυναμία της ποίησης να περιγράψει τη μεταπολεμική Ελλάδα: «Νομίζω πως η ελληνική γλώσσα είναι, για τη γενιά μας τουλάχιστον, εντελώς ακαλλιέργητη και γίνεται αντίλαλος μιας αφόρητης ρητορείας» ή «Από ποίηση σχεδόν τίποτα. Μόνο σχέδια και ευγενείς ιδέες».

Αλλού ο Καρτσωνάκης αναλύει τα μοτίβα που επανέρχονται στη στιχουργική θεματογραφία του Γκάτσου, όπως ο ελληνοκεντρικός μύθος και η «ελλαδογραφία», το αδικοχαμένο αίμα, η μορφή του αντιήρωα. Από εκεί μια αναφορά στον «Ευαίσθητο ληστή», για παράδειγμα: «Ο ιδιόρρυθμος «ληστής» του… δικαιώνεται εν τέλει, έχει χρεωθεί μεν τον τίτλο του φονιά, αλλά η πράξη του κρίνεται εδώ με άλλα μέτρα και αφήνεται να εννοηθεί καθαρά πως ήταν επιβεβλημένη, αφού κακό έκανε μόνο στους κακούς, ακριβοδίκαιη».

Το βιβλίο συμπληρώνεται με αναλυτική βιβλιογραφία (αρκετοί συνάδελφοι θα αναγνωρίσουν το όνομά τους σε δημοσιεύματα της εποχής), την εργογραφία του Νίκου Γκάτσου, τις μεταφράσεις, τα κείμενά του σε περιοδικά και εφημερίδες, τα θεατρικά προγράμματα, ενώ παρατίθεται πίνακας σχετικός με τη διακειμενικότητα στίχων ανάμεσα στον Ν. Γκάτσο και άλλους ποιητές ή δημοτικά τραγούδια. Αν υπάρχει μια διαφορά με παρόμοιες εκδόσεις, είναι ότι ο Καρτσωνάκης δεν εκβιάζει την «ιδεολογικοποίηση» του υπό εξέταση δημιουργού αφήνοντας ανοιχτή την πρόσβαση στον ενημερωμένο αναγνώστη – και όχι μόνο στον ερευνητή. Οι στίχοι του Γκάτσου, άλλωστε, που διατρέχουν την έκδοση θα θυμίσουν στον καθένα τραγούδια που ανήκουν σε μια προσωπική μυθολογία. Ψεύτικες ακρογιαλιές, φονιάδες με του καημού τ’ αγκάθι για φεγγάρια μακρινά, διψασμένους Κροίσους, φεγγίτες χαραγμένους με σουγιά, επίσκοπους και προεστούς / κατακτητές και στρατηλάτες / επαναστάτες και αστούς / της ιστορίας πελάτες.