Απέραντος, κλειστός κόσμος

Ή μάλλον ένας απέραντος κόσμος και ένα «κλειστό» λεξιλόγιο. Θα έλεγες πως όσο περισσότερο θέλει να αισθάνεται κανείς ως αναπόσπαστο μέρος του κόσμου ολόκληρου και ότι τον αφορά προσωπικά το καθετί, οσοδήποτε μακριά του και αν συμβαίνει, τόσο μεγαλώνει το αίσθημα της ηδονής όταν μπορεί να λογαριάζει το καθετί ως αποκλειστικά δικό του, ιδιοκτησία του, δεν το μοιράζεται και δεν πρόκειται να το μοιραστεί με κανέναν άλλον. «Το στεφάνι μου», «ο άντρας μου», «η γυναίκα μου», «το καφεδάκι μου», «το τζάκι μου», «το αυτοκίνητό μου», «η πατρίδα μου», «το εξοχικό μου» και πάει λέγοντας. Πόσο αλήθεια χαρακτηριστικό, χωρίς ποτέ να του έχουμε δώσει την πρέπουσα σημασία, ένας σωρός από λαμαρίνες, όπως είναι το κάθε αυτοκίνητο έπειτα από ένα μεγάλο, αλίμονο, ατύχημα, να μεταβάλλεται, πριν συμβεί οτιδήποτε, σε αντικείμενο πάθους και αφοσίωσης και να αποτελεί την κορωνίδα σε σχέση με τη λύσσα της ιδιοκτησίας.

Γενικότερα πάντως θα έλεγε κανείς πως δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μιαν αντίφαση, αυτή δηλαδή του απέραντου κόσμου και του κλειστού λεξιλογίου, αλλά με μια σχιζοφρενική κατάσταση. Να σε υποχρεώνει ο θάνατος σε μια διαρκή εκκρεμότητα και να αισθάνεσαι πως αποκαθίστασαι με το να συμπεριφέρεσαι ως ιδιοκτήτης, χάρη δηλαδή σε ένα απλό «μου», δεν μιλάμε πια απλά για μια μορφή παράκρουσης, αλλά για μια υπαρξιακή μετακίνηση και παρεξήγηση που κάνει ακόμη και το «α» που θα προφέρεις να ηχεί σαν ένα λάθος. Οταν λογαριάζεις τον εαυτό σου αποκλειστικά ως ιδιοκτήτη στον δικό σου στενό γεωγραφικό χώρο, πώς γίνεται να σε αφορά οτιδήποτε ενδέχεται να συμβαίνει σε μια περιοχή του κόσμου όπου δεν θα πατήσεις ποτέ το πόδι σου και επόμενο είναι να μην τη θεωρείς συναρτημένη με κανένα απολύτως συμφέρον σου. Κατά συνέπεια, όταν στρογγυλοκαθισμένος σε μια πολυθρόνα αγανακτείς με όσα συμβαίνουν, για παράδειγμα, στη Συρία, στη Σρι Λάνκα ή τη Βενεζουέλα, δεν είναι γιατί θίγεται μέσα σου ένα αίσθημα φιλαλληλίας. Είναι απλά γιατί με τον πιο ανέξοδο τρόπο μπορείς να προβάλεις κυρίως στον εαυτό σου μια εξιδανικευμένη του εικόνα.

Αν όμως το να συμπεριφέρεται κανείς ως ιδιοκτήτης πραγμάτων που φιλοδοξεί να γίνονται όλο και περισσότερα, τι γίνεται με τις λέξεις που δεν υπόκεινται, στο σύνολό τους, σε κανενός είδους ιδιοκτησία και εκ φύσεως προορίζονται να λειτουργούν για όλους με τον ίδιο φιλελεύθερο και ανεξάρτητο τρόπο; Τι γίνεται με τις λέξεις που, αν και αντλημένες από την ίδια δεξαμενή, δεν σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να τις χρησιμοποιεί όπως τον βολεύει, επειδή τις ψαρεύει με τη δική του πετονιά; Τι γίνεται τελικά με τις λέξεις που χρησιμοποιούμενες ως δηλωτικές ενός ιδιοκτησιακού καθεστώτος, τις μετερχόμαστε για να εκφράσουμε κάτι που δεν θα γίνει ποτέ κτήμα μας όπως είναι οι λέξεις «Θεός» ή «Σύμπαν» και ωστόσο επιμένουμε να τις θεωρούμε ως μια ταυτόσημη με εμάς πραγματικότητα; Επειδή για να «συνεννοηθούμε» συχνά μεταξύ μας, μας επιβάλλεται μια συμβατική και κατ’ ανάγκην αποδεκτή χρήση του λεξιλογίου, των λέξεων δηλαδή, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να αυτοχειριαζόμαστε πνευματικά σάμπως και αυτή η χρήση του λεξιλογίου να είναι η μοναδική που θα μπορούσε να υπάρξει.